- δενδροφυτεύω
- δενδροφυτεύω, δενδροφύτευσα βλ. πίν. 19
και πρβλ. δεντροφυτεύω
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
δενδροφυτεύω — φυτεύω νέα δένδρα σε γυμνή ή καμένη περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
αναδασώνω — 1. δενδροφυτεύω εκ νέου έκταση που απογυμνώθηκε από τα δέντρα της λόγω πυρκαγιάς ή άλλης αιτίας, ξαναδημιουργώ το δάσος 2. φυτεύω δέντρα σε φαλακρό χώρο, για να τόν μετατρέψω σε δάσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + δασώνω. ΠΑΡ. αναδάσωμα, αναδάσωση,… … Dictionary of Greek
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek
δενδροφύτευση — η το φύτεμα δένδρων, το να φυτεύει κανείς δένδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δενδροφυτεύω. Η λ., στον λόγιο τ. δενδροφύτευσις, μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη] … Dictionary of Greek